- ἐέρση
- ἔρσαdewfem nom/voc sg (attic epic ionic)ἔρσεaor ind act 3rd sg (epic)ἔρσεaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐέρσῃ — ἔρσα dew fem dat sg (attic epic ionic) ἔρσε aor subj mid 2nd sg ἔρσε aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
au̯(e)-9, au̯ed-, au̯er- (*aku̯ent- : aḫu̯ent-) — au̯(e) 9, au̯ed , au̯er (*aku̯ent : aḫu̯ent ) English meaning: to flow, to wet; water, etc. Deutsche Übersetzung: “benetzen, befeuchten, fließen” Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ):… … Proto-Indo-European etymological dictionary
στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… … Dictionary of Greek